Στην επίσκεψη του Κυριάκου Μητσοτάκη στη Θράκη πριν περίπου ένα μήνα περίσσευαν για μια ακόμη φορά οι υποσχέσεις για «ισονομία-ισοπολιτεία». Υποσχέθηκε ακόμα και ένα «Μουσουλμανικό Συμβούλιο παρά τω Πρωθυπουργώ» και υπερασπίστηκε τη δίγλωσση παιδεία, απ' το νηπιαγωγείο ως το λύκειο: "Πρέπει να δείξουμε ανοιχτό πνεύμα σ' αυτή τη συζήτηση", είπε.
Ξέχασε όμως να πει πόσο «ανοιχτό πνεύμα» επέδειξαν οι συνδικαλιστές της ΔΑΚΕ στο Διδασκαλικό Σύλλογο Ξάνθης ακριβώς πάνω σ' αυτό το ζήτημα. Εκείνοι που πολέμησαν με κάθε μέσο (όχι τη δίγλωσση εκπαίδευση -που είναι γι' αυτούς απαγορευμένη λέξη- αλλά ακόμα και) το δειλό πιλοτικό πρόγραμμα του ΙΕΠ και την παρουσία μετρημένων στα δάχτυλα «συνεργατών/-τριών μελών της μειονότητας (δίγλωσσων ατόμων), πτυχιούχων ελληνικών ΑΕΙ».
Λες και ο κόσμος της μειονότητας δεν γνωρίζει τις «εθνικές ευαισθησίες» των στελεχών της ΝΔ. Τις «δημογραφικές ανησυχίες» των δεξιών δημάρχων, όπως ο Δημαρχόπουλος, που θεωρούν «αυτονόητη την εξαίρεση της Θράκης από τις περιοχές όπου μπορούν να δημιουργηθούν χώροι φιλοξενίας προσφύγων- μεταναστών».
Η μειονότητα δεν έχει κανένα λόγο να πιστέψει ούτε λέξη από τις «τολμηρές» προεκλογικές υποσχέσεις του Μητσοτάκη.
Αναδημοσιεύουμε παλιότερο άρθρο του Κώστα Πίττα στην εργατική αλληλεγγύη που ξεσκεπάζει το πραγματικό πρόσωπο της δεξιάς που κρύβεται πίσω από τις υποκριτικές διακηρύξεις.
Δέσμη μέτρων που έχουν ως στόχο «την διεύρυνση και ενίσχυση της πολιτικής ισονομίας και ισοπολιτείας για τη μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης» εξήγγειλε η Ντόρα Μπακογιάννη στην επίσκεψή της στην Κομοτηνή και την Ξάνθη στις αρχές Φλεβάρη. «Η κυβέρνησή μας», είπε η Μπακογιάννη, «με τις πρωτοβουλίες της προωθεί μια σύγχρονη μειονοτική πολιτική που είναι συνέπεια του προγράμματος της Νέας Δημοκρατίας, αλλά και συνέχεια της πολιτικής που άρχισε να εφαρμόζει η προηγούμενη κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη στις αρχές της δεκαετίας του 1990».
Ο υφυπουργός εξωτερικών και τοπικός βουλευτής της ΝΔ, Στυλιανίδης, που την συνόδευε στη Θράκη, προχώρησε ακόμα περισσότερο δηλώνοντας ότι η κυβέρνηση εφαρμόζει για τη μειονότητα ένα «πρόγραμμα ανοιχτής δημοκρατικής κοινωνίας που αποτελεί παράδειγμα προς μίμηση». Και μόνο το γεγονός ότι μετά από τρία χρόνια διακυβέρνησης η Νέα Δημοκρατία δεν έχει υλοποιήσει ούτε μία από τις προεκλογικές της υποσχέσεις προς τη μειονότητα (που έτσι κι αλλιώς δεν είχαν ουσιαστικό περιεχόμενο) αρκεί για να δείξει πόσο υποκριτικές είναι οι περίφημες νέες «δεσμεύσεις» της για «ισονομία και ισοπολιτεία». Όσον αφορά στη «σύγχρονη μειονοτική πολιτική», η πραγματικότητα αποτυπώνεται καλύτερα στην οικονομική εξαθλίωση της μειονότητας λόγω των εξευτελιστικών τιμών του καπνού τα τελευταία τρία χρόνια.
Η αλήθεια είναι ότι ο Καραμανλής και η Μπακογιάννη πραγματικά συνεχίζουν την πολιτική που εφάρμοσε ο Μητσοτάκης και η τότε κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας στις αρχές της δεκαετίας του '90. Αλλά αυτή η πολιτική δεν είχε να κάνει σε τίποτα με την «ισονομία και την ισοπολιτεία» αλλά με ρατσιστικές διακρίσεις, καταπίεση και διπλωματικούς εκβιασμούς που εξυπηρετούν την εξωτερική πολιτική του ελληνικού καπιταλισμού. Τα προεόρτια αυτής της πολιτικής φάνηκαν με τον πιο οδυνηρό τρόπο στο πογκρόμ που ενορχηστρώθηκε από τα πάνω ενάντια στη μειονότητα της Κομοτηνής στις 29 Γενάρη του 1990 ακριβώς 17 χρόνια πριν τις μέρες που διάλεξε η Μπακογιάννη για να επισκεφθεί τη Θράκη και να μας θυμίσει τα κατορθώματα του μπαμπά της.
Εκείνη τη μέρα στην Κομοτηνή, ομάδες ακροδεξιών τραμπούκων με την ανοχή και σε πολλές περιπτώσεις με τη βοήθεια της αστυνομίας ξυλοκόπησαν εκατοντάδες ανθρώπους από τη μειονότητα, κατέστρεψαν εκατοντάδες μαγαζιά και ξέσπασαν σε λεηλασίες όταν έπεσε η νύχτα. Αφορμή ήταν το «μεβλίτ», μια θρησκευτική λειτουργία που είχε χαρακτήρα επετειακό των μαζικών διαδηλώσεων του 1988, όταν χιλιάδες μειονοτικοί βγήκαν στους δρόμους της Κομοτηνής για να διαμαρτυρηθούν ενάντια στη διάλυση με δικαστικές αποφάσεις τριών σωματείων τους που ιδρύθηκαν και λειτουργούσαν από τις δεκαετίες του ‘20 και του ‘30: της Τουρκικής Νεολαίας Κομοτηνής, της Τουρκικής Ενωσης Ξάνθης και της Ενωσης Τούρκων Δασκάλων Δυτ. Θράκης». Η πρώτη απαγόρευση της χρησιμοποίησης της λέξης «τουρκική» είχε επιβληθεί από τη χούντα το 1972 μετά από 40 χρόνια νόμιμης λειτουργίας τους.
Οι επιθέσεις ενάντια στη μειονότητα είχαν οξυνθεί τους μήνες που προηγήθηκαν από το πογκρόμ της 29ης Ιανουαρίου. Ο Σαμαράς, ο υπουργός Eξωτερικών της «Οικουμενικής» κυβέρνησης στην οποία το πάνω χέρι είχε η Νέα Δημοκρατία, αλλά συμμετείχαν το ΠΑΣΟΚ και ο ενιαίος τότε Συνασπισμός (μαζί με το ΚΚΕ), είχε βάλει μπρος μια εθνικιστική επιθετική εξωτερική πολιτική που χρησιμοποιούσε τις μειονότητες για τους διπλωματικούς του εκβιασμούς στα Βαλκάνια. Από τη μια ενεργοποιούσε κάθε κρατικό και παρακρατικό ακροδεξιό μηχανισμό για να ξεσηκώνει τους «βορειοηπειρώτες» εμφανιζόμενος σαν «απελευθερωτής» και από την άλλη δήλωνε ανοιχτά ότι έχει στόχο τη δημογραφική ανατροπή των δεδομένων της Θράκης, μεταφέροντας εκεί δεκάδες χιλιάδες «παλινοστούντες Πόντιους» από την πρώην Σοβιετική Ενωση και εγκαθιστώντας τους σε πόλεις γκέτο (την ΕΚΤΕΝΕΠΟΛ).
Aπαγόρευση
Οι επιθέσεις ενάντια στη μειονότητα έφτασαν μέχρι του σημείου της απαγόρευσης του εκλεγμένου βουλευτή με μειονοτικό ψηφοδέλτιο Αχμέτ Σαδίκ να πάρει μέρος στις εκλογές του Νοεμβρίου 1989 και την ενορχήστρωση μιας σειράς καταδικαστικών αποφάσεων εναντίον του. Στην τελευταία από αυτές τις δίκες, στις 25 Γενάρη του 1990, τέσσερις μέρες πριν το πογκρόμ, πάνω από 4.000 μειονοτικοί διαδήλωσαν έξω από τα δικαστήρια. Ο Μητσοτάκης, γράφοντας στα παλιά του τα παπούτσια τις χλιαρές διαμαρτυρίες των συγκυβερνούντων ΠΑΣΟΚ και ΣΥΝ-ΚΚΕ για το ότι ο Σαμαράς δεν τους ρωτάει για την πολιτική που εφαρμόζει, αποφάσισε να δώσει ένα γερό χτύπημα στην τούρκικη μειονότητα στη Θράκη.
Το «μεβλίτ» της 29ης Ιανουαρίου είχε καθοριστεί από καιρό και θα γινόταν μετά την μεσημεριανή προσευχή σε ένα κεντρικό τζαμί της Κομοτηνής. Ο κόσμος από τη μειονότητα δεν ήταν πολύς επειδή το τζαμί δε χωρούσε πάνω από 500 άτομα. Κατά τις 12 το μεσημέρι «αγανακτισμένοι πολίτες» και ισχυρή αστυνομική δύναμη συγκεντρώθηκαν έξω από το τζαμί και τα γραφεία της Τουρκικής Νεολαίας Κομοτηνής, με κεντρικό σύνθημα «εδώ θα γίνει ο τάφος σας»! Από νωρίτερα η αστυνομία είχε επιβάλει μια ατμόσφαιρα τρομοκρατίας γυρνώντας στα μειονοτικά μαγαζιά και απαιτώντας από τον κόσμο να κλειστεί στα σπίτια του «για να αποτραπούν τυχόν γεγονότα».
Νωρίς το απόγευμα και ενώ μερικές εκατοντάδες μέλη της μειονότητας κρατήθηκαν αποκλεισμένα στο τζαμί, ομάδες φασιστών και άλλων ακροδεξιών ξεχύθηκαν στους έρημους δρόμους της πόλης και άρχισαν να σπάνε βιτρίνες, ρολά και ταμπέλες σε κάθε μειονοτικό μαγαζί. Όπως αποκαλύφθηκε αργότερα, κάποιοι από τους τραμπούκους είχαν έρθει οργανωμένα με 7 πούλμαν από την Αλεξανδρούπολη και την Ξάνθη. Ανάμεσά τους υπήρχαν και ασφαλίτες, ενώ τα ΜΑΤ απλώς παρακολουθούσαν και μάλλον βρίσκονταν εκεί για να προστατέψουν τους τραμπούκους από τυχόν απόπειρες αντίστασης από την πλευρά της μειονότητας.
Το πογκρόμ κράτησε μέχρι το πρωί της 30 Γενάρη. Ο επίσημος αριθμός των καταστραμμένων μαγαζιών ήταν 196, αλλά στην πραγματικότητα ήταν πάνω από 400. Στη διάρκεια της νύχτας έγιναν λεηλασίες στις οποίες, σύμφωνα με αυτόπτες μάρτυρες, συμμετείχαν και αστυνομικοί που υποτίθεται ότι περιφρουρούσαν τα διαλυμένα μαγαζιά. Ολοι οι δρόμοι που οδηγούσαν στην Κομοτηνή από αμιγώς μειονοτικά χωριά, αποκλείστηκαν από την αστυνομία. Με αυτό τον τρόπο οι τραμπούκοι διευκολύνθηκαν να συνεχίσουν το πογκρόμ το επόμενο βράδυ στις 30 Γενάρη. Οσοι δημοσιογράφοι (έλληνες ή ξένοι) τόλμησαν να τραβήξουν φωτογραφίες από τις καταστροφές και τις λεηλασίες ξυλοκοπήθηκαν και οι φωτογραφικές μηχανές τους έγιναν κομμάτια. Μικρή λεπτομέρεια: εκείνη την ημέρα στην Κομοτηνή βρισκόταν ο υπουργός Δημόσιας Τάξης.
Η ανοχή της αστυνομίας αποθράσυνε τους ακροδεξιούς τραμπούκους. Στις 31 Γενάρη, το κλιμάκιο του ΣΥΝ-ΚΚΕ που βρέθηκε στην πόλη (μετά από προγραμματισμένη επίσκεψη) δέχθηκε επιθέσεις με αυγά, γιαούρτια και πέτρες. Απαγορεύτηκε στους βουλευτές της Αριστεράς να πάνε στους δρόμους με τα κατεστραμμένα μαγαζιά και στην κυριολεξία η ίδια η αστυνομία τους απέκλεισε στο δημαρχείο το οποίο πολιόρκησαν 200 ακροδεξιοί φωνάζοντας συνθήματα «κομμούνια θα γίνετε σαπούνια», «έξω ο Παπαδόπουλος από τη φυλακή», «βάλτε φερετζέ στη Δαμανάκη». Όταν η βουλευτίνα του ενιαίου ΣΥΝ Δαμανάκη (που επί Οικουμενικής κυβέρνησης ήταν αντιπρόεδρος της Βουλής), ζήτησε από τον εισαγγελέα να διαλύσει τους τραμπούκους, πήρε την απάντηση «έχουν κάθε δικαίωμα ως έλληνες πολίτες να διαδηλώνουν».
Την επόμενη μέρα, στις 1 Φλεβάρη, φάνηκε ποιοι ήταν οι «έλληνες πολίτες». Η «Ενωση Εθνικιστών Νέων» κυκλοφόρησε προκήρυξη που περηφανευόταν ότι «έδωσε ένα καλό μάθημα στους προδότες» μαζί με μπόλικη σοβινιστική ακροδεξιά σάλτσα. Οι φασίστες με τη βοήθεια της αστυνομίας ανέλαβαν να φέρουν σε πέρας τη βρώμικη δουλειά που οι Μητσοτάκηδες και οι Σαμαράδες ήταν δύσκολο να κάνουν επίσημα.
Η Μπακογιάννη βέβαια προτιμά να κρύβει αυτό το βρόμικο παρελθόν του μπαμπά της και της Νέας Δημοκρατίας. Η κυβέρνηση του Μητσοτάκη συνέχισε τα χτυπήματα στη μειονότητα σε όλη τη διάρκεια της σύντομης θητείας της. Με τον Σουφλιά σαν υπουργό Παιδείας απόλυσε όλους τους μειονοτικούς δάσκαλους λίγο αργότερα. Χρειάστηκε να περάσουν πολλά χρόνια για να σταματήσουν οι αποκλεισμοί με την διαβόητη «μπάρα» που απαιτούσε ειδική άδεια από την αστυνομία για να πάει κανείς στα Πομακοχώρια της Ξάνθης. Κι ακόμα μέχρι σήμερα απαγορεύεται στη μειονότητα το δικαίωμα του αυτοπροσδιορισμού σαν «τουρκική» - έστω κι αν ο καθένας που έχει επισκεφθεί την Θράκη γνωρίζει ότι η τοπική κοινωνία στην καθημερινότητά της αναγνωρίζει τη μειονότητα σαν τουρκική στο σύνολό της. Η πολιτική που έβαλε μπρος να εφαρμόσει απέναντι στη μειονότητα ο μπαμπάς Μητσοτάκης μαζί με τον Σαμαρά τη δεκαετία του 1990 δεν ήταν «ισονομία» αλλά άγρια καταστολή, όπως κάθε κυβέρνηση της δεξιάς από το ‘50 μέχρι σήμερα.
Aντίσταση
Το γεγονός ότι το ΠΑΣΟΚ και τα κόμματα της παραδοσιακής αριστεράς όντας εγκλωβισμένα σε μια λογική υπεράσπισης του «εθνικού συμφέροντος» δεν έκαναν τίποτα για να οργανώσουν ένα κίνημα αντίστασης και αλληλεγγύης στη μειονότητα της Θράκης, έκανε τη δεξιά να πιστέψει ότι θα μπορούσε εύκολα, χωρίς πραγματική αντιπολίτευση στα «εθνικά» να υλοποιήσει τα σχέδιά της. Δεν μπόρεσε όμως να τα κάνει όπως ακριβώς θα ήθελε γιατί η αντίσταση του εργατικού κινήματος και της νεολαίας, οι απεργίες, και οι καταλήψεις που οδήγησαν την κυβέρνηση του Μητσοτάκη γρήγορα στην κατάρρευση συγκρούστηκαν με κάθε πλευρά της πολιτικής της δεξιάς κυβέρνησης συμπεριλαμβανομένης και της καταστολής ενάντια στη μειονότητα.
Η Εργατική Αλληλεγγύη από την πρώτη στιγμή έδωσε αυτή τη σύγκρουση. «Είναι άμεσο καθήκον της αριστεράς», γράφαμε το Φλεβάρη του 1990, «να καταγγείλει την καταστολή, να καταγγείλει τις πιέσεις για τον εξελληνισμό της μειονότητας, να απαιτήσει ίσα πολιτικά, δημοκρατικά δικαιώματα, να απαιτήσει την αναγνώριση του δικαιώματος της εθνικής ταυτότητας της μειονότητας σαν τουρκική». Δεν σταματήσαμε να παλεύουμε για μια τέτοια διεθνιστική αριστερά ούτε όταν οι φασίστες έκαψαν τα γραφεία της εφημερίδας στην Αθήνα το Φλεβάρη του 1990. Και όταν οι σύντροφοί μας στην Ξάνθη δέχθηκαν επίθεση από τραμπούκους της φασιστικής συμμορίας «Γεράκι της Θράκης», σε συνεργασία με το τοπικό Εργατικό Κέντρο οργανώσαμε διαδήλωση στη πόλη με συνθήματα «Κάτω τα χέρια από τη μειονότητα», «Κλείστε τα γραφεία των νεοναζί». Δεκαεφτά χρόνια μετά το πογκρόμ της Κομοτηνής, δεν ξεχνάμε το πραγματικό φρικαλέο πρόσωπο της δεξιάς απέναντι στη μειονότητα της Θράκης, με όσες μάσκες κι αν πάει να το κρύψει η Μπακογιάννη. Και δεν σταματάμε να παλεύουμε για μια νέα αριστερά διεθνιστική που ενώνει τους αγώνες των εργατών και της νεολαίας με την αντίσταση ενάντια στην καταπίεση όλων των μειονοτήτων.
Κώστας Πίττας
21/2/2007